ερρινισμός

ερρινισμός
ο [ερρινίζω]
το να μιλά κάποιος με έρρινη προφορά, το να μιλά κάποιος με τη μύτη, υπόρρινη φωνή, ρινοφωνία, ρινολαλιά, μουθουνητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερρινισμός — ο το να μιλάει κανείς με τη μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”